- παραχαράξιμος
- παραχαρ-άξιμος, ον, of coinage,A debased, Suid. s.v. ὑπόχαλκον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραχαράξιμος — ον, ΜΑ [παραχάραξις] 1. παραχαραγμένος, κίβδηλος, παραποιημένος («ὑπόχαλκος παραχαράξιμον νόμισμα», λεξ. Σούδα) 2. συνεκδ. ψεύτικος, νόθος, φαύλος, κακός … Dictionary of Greek
παραχαράξιμον — παραχαράξιμος debased masc/fem acc sg παραχαράξιμος debased neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχαράξιμα — παραχαράξιμος debased neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)